αναυτολόγητος

αναυτολόγητος
ος , ον незавербованный (о матросе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναυτολόγητος" в других словарях:

  • αναυτολόγητος — η, ο αυτός που δε ναυτολογήθηκε, δε γράφτηκε στο ναυτολόγιο πλοίου, όπως γίνεται με όσους εργάζονται σε εμπορικό καράβι: Είχε ξοδέψει όλες του τις οικονομίες, γιατί ήταν αναυτολόγητος πάνω από έξι μήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναυτολόγητος — η, ο εκείνος που δεν έχει ναυτολογηθεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»